Οικουμενικό πατριαρχείο - Ιερός Ναός Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης

 

Φιλανθρωπία Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή

Ένα από τα σοβαρά θέματα που απασχολούν την Ενορία μας και που με πολύ αγάπη..Περισσότερα

Κοινωνικό φροντιστήριο Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή

Το Κοινωνικό Φροντιστήριο της Ενορίας μας λειτουργεί 4 συνεχή χρόνια και..Περισσότερα

Ιστορικό Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή

Ήταν μεγάλος ο πόθος των κατοίκων της περιοχής Μπεντεβή Καμάρας και Παλαιού..Περισσότερα

Πρόγραμμα Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή

Πρόγραμμα του Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή Ηρακλειου..Περισσότερα

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΣΥΜΦΩΝΟΥ ΣΥΜΒΙΩΣΗΣ

Ψηφίστηκε στη Βουλή των Ελλήνων από τα κόμματα (πλην ΑΝΕΛ, ΚΚΕ και Χρυσής Αυγής) το λεγόμενο «Σύμφωνο Συμβίωσης», δηλαδή η βάσει νόμου δυνατότητα συμφωνίας δύο ενηλίκων ετερόφυλων ή ομόφυλων προσώπων να οργανώνουν τη συμβίωσή τους. Όπως είπε η εισηγήτρια του κυβερνώντος κόμματος Βασιλική Κατριβάνου, «αναγνωρίζονται στα ομόφυλα ζευγάρια όλα τα δικαιώματα, οικογενειακά, κληρονομικά ασφαλιστικά που έχουν και τα ετερόφυλα». Οι περισσότεροι μάλιστα από τους ομιλητές, παρά τις επιμέρους αντιρρήσεις τους, θεώρησαν ότι με την ψήφιση αυτού του νομοσχεδίου έγινε ένα βήμα προς τον εκδημοκρατισμό και την πρόοδο.

Από την άλλη μεριά, εκ μέρους κάποιων ιεραρχών υπάρχει σφοδρή αντίδραση στο ως άνω σύμφωνο, επειδή, όπως δήλωσε ο Μητροπολίτης Πειραιώς, πρόκειται για «ανατροπή της ανθρώπινης οντολογίας και φυσιολογίας και προβάλλεται ως έννομο αγαθό που δείται εννόμου προστασίας η παράχρηση του ανθρωπίνου σώματος και η παράνοια της αντιαισθητικής μιμήσεως του ετέρου φύλου και η ψυχοπαθολογική εκτροπή εκ της υγιούς ανθρώπινης σεξουαλικότητος που αποτελεί εφαλτήριο της αναδημιουργίας με τον Θεό» που «εγκαινιάζει με τον πλέον επίσημο τρόπο τον κρατικό διωγμό της αμωμήτου Πίστεώς μας» (http://www.iefimerida.gr/news/241228/mitropolitis-peiraios).

Ας δούμε τα πράγματα με ψυχραιμία. Πρώτα-πρώτα, η Πολιτεία, σύμφωνα με την αρχή της ουδετερότητας έναντι των διαφόρων απόψεων για το τι είναι σωστό, έχει το συνταγματικό δικαίωμα να νομοθετεί μέσω του Κοινοβουλίου και κανείς δεν μπορεί να παρέμβει στο έργο της, εφόσον τηρούνται οι δημοκρατικές διαδικασίες, σύμφωνα με το Σύνταγμα και τους νόμους. Επομένως, εφόσον η Πολιτεία ενήργησε βάσει του Συντάγματος και των νόμων επί ενός θέματος, για το οποίο και τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη έχουν αποφανθεί και νομοθετήσει, ουδείς μπορεί να αναιρέσει αυτό το νόμο. Διότι σε μια τέτοια περίπτωση οι νόμοι πρέπει να αλλάζουν σύμφωνα με τις απόψεις ή τα συμφέροντα ατόμων ή ομάδων, πράγμα που θα κατέστρεφε κάθε έννοια δημοκρατίας.

Το γεγονός, ωστόσο, αυτό δεν μπορεί να αναιρέσει και το κατοχυρωμένο από το Σύνταγμα δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης των διαφορετικών απόψεων. Έτσι, είναι απορίας άξιο πώς διάφορα πρόσωπα ή ομάδες ατόμων που τάσσονται υπέρ του νόμου ξεσπαθώνουν με ύβρεις κατά των ανθρώπων εκείνων που, από οποιονδήποτε χώρο κι αν προέρχονται, έχουν αντίθετη θέση και αντίληψη για το συγκεκριμένο νόμο. Και το πιο παράδοξο είναι ότι όλοι όσοι κρίνουν, επειεικώς ή αυστηρά, το σύμφωνο συμβίωσης στιγματίζονται αμέσως με τις ταμπέλες του «συντηρητικού», του «ακροδεξιού» ή του «φασίστα». Υπάρχει άραγε χειρότερος φασισμός από τη μη αποδοχή της αντίθετης άποψης και της εύκολης σπίλωσης των ανθρώπων αυτών; Διότι, όσο ρατσιστικό είναι να στιγματίζει κανείς τον ομοφυλόφιλο, άλλο τόσο ρατσιστικό είναι να χαρακτηρίζεται κάποιος ως «φασίστας»ή «ακροδεξιός», επειδή διαφωνεί έντονα με ένα νόμο. Πρόκειται για μια μορφή εκφοβισμού, ένα είδος bullying.

Ίσως έχω μεταθέσει λίγο τη συζήτηση από το κυρίως θέμα, αλλά είναι-δυστυχώς-ζητούμενο στην Ελλάδα ο σεβασμός των αντίθετων απόψεων, γιατί ποτέ δεν μάθαμε όχι να συζητάμε, αλλά να διαλεγόμαστε. Λόγος υπάρχει άφθονος, αλλά ο καθένας ακούει τη φωνή του και μόνον αυτή. Επανερχόμενος στο θέμα μου, λέω ότι ο κάθε άνθρωπος έχει το δικαίωμα επιλογής τρόπου ζωής, πράγμα που πρέπει κάθε δημοκρατική Πολιτεία να κατοχυρώνει νομικά, φτάνει αυτή του η επιλογή να μη στερεί δικαιώματα και ελευθερίες από άλλους. Ωστόσο, «οποιαδήποτε συμφωνία για να είναι έγκυρη, δεν πρέπει να έρχεται σε αντίθεση με τις αντιλήψεις της κοινωνικής ηθικής, που είναι γνωστές ως “χρηστά ήθη”. Η έννοια των χρηστών ηθών είναι αόριστη νομική έννοια, δεν βρίσκεται μόνον στον Αστικό Κώδικα, αλλά και στο ίδιο το Σύνταγμα. Για την εξειδίκευση της έννοιας χρησιμεύει ως κριτήριο και η ελληνική δημόσια τάξη που περιλαμβάνει τις θεμελιώδεις πολιτικές, κοινωνικές, οικονομικές και ηθικές αντιλήψεις και αρχές που ισχύουν στην Ελλάδα. Για την αναγνώριση μιας συμφωνίας με νομική δέσμευση, εν προκειμένω του συμφώνου συμβίωσης,  θα μπορούσαν να διατυπωθούν σοβαρές αιτιάσεις αντιθέσεως με τα χρηστά ήθη. Για το λόγο αυτό, η αναγνώριση από άλλες έννομες τάξεις, όσο χρήσιμη και αν είναι, σχετική σημασία έχει. Το ίδιο και η καταδίκη από το ΕΔΔΑ (Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων), όταν μάλιστα η αναγνώριση συμφώνου ετεροφύλων έχει δεχθεί την κριτική ότι έγινε ακριβώς για να επεκταθεί το σύμφωνο διά της καταδίκης και σε πρόσωπα ιδίου φύλου». Εξάλλου «η αναγνώριση συμφώνου μεταξύ προσώπων του ιδίου φύλου δημιουργεί νέες αντιπαραθέσεις ως προς τη  δυνατότητα της υιοθεσίας ή της ανάθεσης της επιμέλειας, που είναι ακόμη σοβαρότερες, αφού  αναφέρονται σε ανηλίκους» (Ρόης Δ. Παντελίδου, καθηγήτριας της Νομικής Σχολής του Δ. Π. Θράκης: Το νέο σύμφωνο συμβίωσης, http://www.imml.gr).

Υπάρχουν, επομένως, σοβαροί λόγοι που άπτονται των «χρηστών ηθών και όχι μόνο, για να εγείρει κανείς αντιρρήσεις έναντι του νέου συμφώνου συμβίωσης. Επιπλέον,  η Εκκλησία ως οργανισμός, όπως και καθένας που θέλει να σκέπτεται και να μη δέχεται άκριτα ό, τι του «σερβίρουν»ως δήθεν προοδευτικό (τι είναι, αλήθεια, «προοδευτικό»και τι «συντηρητικό»;), έχει υποχρέωση (όχι απλώς δικαίωμα) να διατυπώνει ελεύθερα τη διδασκαλία της και να κηρύττει το σωτήριο λόγο της, όσο κι αν κάποιοι αντιδρούν, και να καλεί τον άνθρωπο να εκκλησιοποιήσει τη ζωή και την ύπαρξή του. Συγχρόνως,  όμως, θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη ότι όλοι οι άνθρωποι, ακόμη κι αυτοί που σύμφωνα με τους τυπικούς εκκλησιαστικούς κανόνες θεωρούνται «αμαρτωλοί», δεν παύουν να είναι παιδιά του Θεού και ως τέτοιοι θα πρέπει να αντιμετωπίζονται. Η καταδίκη και ο εκφοβισμός δεν ταιριάζουν στον εκκλησιαστικό λόγο, διότι απηχούν άλλες εποχές. Εξάλλου, ο Χριστός δεν επέβαλε τη διδασκαλία του με το φόβο και τη δύναμη, αλλά με την αγάπη και το σταυρό, δηλαδή τη θυσία. Το «όστις θέλει οπίσω μου ελθείν»εξακολουθεί να ισχύει. Κανείς δεν σώζεται με το ζόρι. Κανείς δεν υποχρεώνεται να ακολουθήσει τη διδασκαλία του Χριστού και να ζήσει χριστιανικά, αναλαμβάνοντας όμως και τις ευθύνες για τις επιλογές του. Εκείνο, πάντως, για το οποίο θα πρέπει να είναι βέβαιος είναι πως η Εκκλησία τον περιμένει με αγάπη και προσεύχεται γι’ αυτόν.

Κλείνοντας, θα επαναλάβω ότι η Πολιτεία νομοθετεί κι επομένως αυτή αναλαμβάνει τις ευθύνες για οτιδήποτε πάει στραβά. Η Εκκλησία, από την άλλη, πρέπει να διατυπώνει το δικό της λόγο, και μάλιστα συνοδικά ως Ιεραρχία, τον οποίο καλό είναι να μη αγνοεί η Πολιτεία, επειδή το ήθος των Ελλήνων είναι ζυμωμένο με το εκκλησιαστικό ήθος. Η λεγόμενη «πρόοδος»δεν θα πρέπει να αγνοεί τη λεγόμενη «συντήρηση», γιατί μόνο η συνοδοιπορία τους θα φέρει τα καλά αποτελέσματα. Τέλος, ας ληφθεί υπόψη ότι η Εκκλησία ενδιαφέρεται κυρίως για το σεβασμό προς τα πρόσωπα. Γι’ αυτό και οι ιεράρχες θα πρέπει να διακρίνουν ανάμεσα στο σεβασμό και τη νομική δέσμευση. Και να δείξουν με επιμονή ότι «ίσως μάλιστα όσοι είναι αντίθετοι στο σύμφωνο, να έχουν και περισσότερο σεβασμό, επειδή δεν αγαπούν ούτε να κατακρίνουν, αλλά ούτε και να καταδικάζουν τα πρόσωπα» (Ρόης Δ. Παντελίδου, ό.π.).

Γιάννης Γ.  Τσερεβελάκης