Οικουμενικό πατριαρχείο - Ιερός Ναός Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή Ιερά Αρχιεπισκοπή Κρήτης

 

Φιλανθρωπία Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή

Ένα από τα σοβαρά θέματα που απασχολούν την Ενορία μας και που με πολύ αγάπη..Περισσότερα

Κοινωνικό φροντιστήριο Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή

Το Κοινωνικό Φροντιστήριο της Ενορίας μας λειτουργεί 4 συνεχή χρόνια και..Περισσότερα

Ιστορικό Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή

Ήταν μεγάλος ο πόθος των κατοίκων της περιοχής Μπεντεβή Καμάρας και Παλαιού..Περισσότερα

Πρόγραμμα Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή

Πρόγραμμα του Ιερού Ναού Γενήσεως Θεοτόκου Μπεντεβή Ηρακλειου..Περισσότερα

ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΜΙΣΘΟΔΟΣΙΑΣ ΤΩΝ ΙΕΡΕΩΝ

Το θέμα των ημερών είναι η μισθοδοσία των ιερέων και όσα ανακοίνωσαν αιφνιδίως ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος και ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας «ἐν ἀγαστῇ» μεταξύ τους «συμφωνίᾳ». Πράγματι, για τους ιερείς έπεσε «ὡς κεραυνός ἐν αἰθρίᾳ» η ανακοίνωση ότι οι δύο συμφώνησαν να πάψουν οι ιερείς να είναι δημόσιοι υπάλληλοι και να δημιουργηθεί ένα άλλο καθεστώς, κατά το οποίο το κράτος θα παρέχει ένα σταθερό ποσό στην Εκκλησία για την κάλυψη της μισθοδοσίας των, ενώ  τα υπόλοιπα θα είναι δουλειά της Εκκλησίας. Κάποιος ίσως ισχυριζόταν ότι, αν τα πράγματα είναι έτσι, δεν υπάρχει πρόβλημα και οι ιερείς  διαμαρτύρονται αδίκως. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;  Εδώ θα ήθελα να προσεγγίσουμε τη «συμφωνία» με ψυχραιμία και δίχως προκατάληψη. 

Πρώτα-πρώτα, για τον τρόπο με τον οποίο «κλείστηκε» η συμφωνία. Όπως μάθαμε από τα ΜΜΕ, το θέμα συζητιόταν για πολύ καιρό με μυστική επικοινωνία μεταξύ αρχιεπισκόπου και πρωθυπουργού. Βεβαίως, οι μυστικές συζητήσεις στην πολιτική είναι συνηθισμένες και συχνά αναγκαίες για θέματα που αφορούν κυρίως την άμυνα ή την εξωτερική πολιτική μιας χώρας, όπου τα μυστικά του κράτους δεν πρέπει, για λόγους ευνοήτους, να δημοσιοποιούνται. Ωστόσο, το θέμα της μισθοδοσίας των ιερέων δεν είναι κρατικό μυστικό, για το οποίο οι συζητήσεις έπρεπε να γίνουν «ἐν κρυπτῷ» και να μείνουν ερμητικά κλειστά τα στόματα, διότι, για να χρησιμοποιήσουμε τα λόγια του αποστόλου Παύλου, «γι’ αυτά που γίνονται κρυφά είναι ντροπή και να μιλάμε ακόμη»(Εφεσ. 5,12). Όλο αυτό το παρασκήνιο δεν μπορούσε παρά να βάλει τους ιερείς σε σκέψεις και να γεννήσει μέσα τους ερωτηματικά: -Ποιος ο λόγος να μην ερωτηθούν οι ίδιοι και να συζητήσουν στα όργανά τους ένα τόσο σοβαρό θέμα, προτού γίνει οποιαδήποτε εξαγγελία; Σε τι αποσκοπούσε και σε τι αποσκοπεί μια τέτοια τακτική; Σε άλλους Δ.Υ. οι αλλαγές πρώτα ανακοινώνονται, τίθενται σε διαβούλευση και κατόπιν προχωρεί η νομοθέτηση, αφού δηλαδή δοθεί η ευκαιρία στους ενδιαφερομένους να συζητήσουν το θέμα που τους αφορά και να καταθέσουν τη γνώμη τους. Τι φοβήθηκαν άραγε αρχιεπίσκοπος και πρωθυπουργός; Τις αντιδράσεις των ιερέων ή του ορθοδόξου πληρώματος;

Έχω την αίσθηση ότι όλο αυτό το σκηνικό δείχνει μια στάση και μια τακτική καισαροπαπισμού ή παποκαισαρισμού (Διευκρίνιση: με τον πρώτο όρο εννοούμε γενικά το σύστημα στο οποίο η κρατική εξουσία είναι ή παρουσιάζεται αυτοτελής και ανεξάρτητη από τη θρησκευτική εξουσία, ενώ με το δεύτερο όρο εννοούμε το σύστημα στο οποίο η θρησκευτική εξουσία έχει τον έλεγχο του κράτους). Το λέω αυτό, διότι για μεν την κυβέρνηση ο «καίσαρ» (πρωθυπουργός) επέβαλε τις απόψεις του στον αρχιεπίσκοπο για δε πολλούς δημοσιογράφους ο «πάπας» (αρχιεπίσκοπος) επιβλήθηκε τελικά στον πρωθυπουργό. Όπως και να έχει, πάντως, το πράγμα, το βέβαιο είναι ότι όλο αυτό το σκηνικό μόνο δημοκρατικό δεν είναι. Στη δημοκρατία ο λαός έχει δικαίωμα να πληροφορείται σχετικά με ό, τι τον αφορά και να μη λαμβάνονται ερήμην του οι κρίσιμες αποφάσεις που αφορούν τη ζωή και το μέλλον του. 

Όμως, εδώ και καιρό (και δεν εννοώ μόνο την τωρινή κυβέρνηση) έχει δημιουργηθεί από διαφόρους κύκλους ένα αντικληρικό κλίμα, με το οποίο προετοιμάστηκε η ελληνική κοινωνία (μια κοινωνία υπνώττουσα, δυστυχώς), ώστε ένα (μεγάλο;) μέρος της να δεχτεί ότι είναι σωστό αυτό που συμφωνήθηκε για τους ιερείς. Δεν γνωρίζω, αν αυτό συνέβαινε σε κάποιο άλλο κλάδο, ποιες θα ήταν οι αντιδράσεις, αλλά το σίγουρο είναι ότι οι θιγόμενοι θα κατέβαιναν στους δρόμους και πολλοί θα ήταν οι «αλληλέγγυοι». Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι δυο, πρωθυπουργός και αρχιεπίσκοπος, γνώριζαν, αφενός, ότι υπάρχει μια μερίδα Ελλήνων που δέχεται την ορθότητα της «συμφωνίας» και, αφετέρου, ότι οι ιερείς είναι δύσκολο να κατέβουν στους δρόμους, λόγω της ιδιότητάς τους. Επομένως, γιατί να μη συμφωνήσουν, αφού κανείς δεν επρόκειτο (έτσι τουλάχιστον φαίνεται να πίστευαν) να αντιδράσει;

Υπάρχει ακόμη ένα θέμα: είναι οι ιερείς δημόσιοι υπάλληλοι; Η προσωπική μου απάντηση είναι πως, κατά μία έννοια, είναι. Και εξηγούμαι, ξεκινώντας από κάποιες παραδοχές: α)Οι ναοί τους οποίους φροντίζουν οι ιερείς είναι δικοί τους ή του λαού; Σαφώς ανήκουν στο λαό, ο οποίος, εξάλλου, τους έχει χτίσει. Άρα, υπ’ αυτή την έννοια, ανήκουν στο «δημόσιο» χώρο και, επομένως, όσοι τους φροντίζουν δικαιούνται την ιδιότητα του δημοσίου υπαλλήλου. β) Οι περισσότεροι ναοί είναι μνημεία, των οποίων φύλακες είναι οι ιερείς. Και όπως σε όλα τα μνημεία υπάρχουν φύλακες που πληρώνει το δημόσιο, έτσι και οι ναοί χρειάζονται τους φύλακες και φροντιστές τους, που είναι οι ιερείς. γ) Η Θεία Λειτουργία και οι τελετές της Εκκλησίας είναι μνημεία του «έλληνος» λόγου, όπως είναι οι διάλογοι του Πλάτωνα και οι αρχαίες τραγωδίες. Αυτός ο λόγος φυλάσσεται τώρα και 1800 χρόνια από τους ιερείς. Αυτός ο εκκλησιαστικός λόγος των εκκλησιαστικών ύμνων, του Ψαλτηρίου και της Οκτωήχου κράτησε ζωντανό το έθνος των Ελλήνων (όχι μερικούς Έλληνες) στα μαύρα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Τώρα οι «φωταδιστές» θέλουν, με βήματα αργά αλλά σταθερά, να θέσουν την εκκλησία στο περιθώριο, μετατρέποντάς την σε μια ιδιωτική υπόθεση και εξοβελίζοντάς την από το δημόσιο χώρο.

Θα πρέπει εδώ να εξομολογηθώ ότι προσωπικά θα ήθελα μια εκκλησία απελεύθερη από το σφιχταγκάλιασμα του κράτους και ιερείς αξιοπρεπείς, που θα μισθοδοτούνται κανονικά από την Εκκλησία. Αλλά αυτό, αν ποτέ γίνει, πρέπει να γίνει με βήματα προσεκτικά και όχι με αιφνιδιασμούς, που εξυπηρετούν πολιτικά παιγνίδια και αρχιεπισκοπικά σχέδια, που δεν γνωρίζουμε ποια είναι (τα ξέρει μόνο ο αρχιεπίσκοπος, που, δυστυχώς, δεν λογάριασε καθόλου το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όταν έκανε τη συμφωνία). Η Εκκλησία πρέπει να αξιοποιήσει την περιουσία της, αυτήν που πράγματι έχει και όχι αυτήν που βρίσκεται στο μυαλό κάποιων, οι οποίοι τη θεωρούν αμύθητη. Έφτασε ο καιρός να συνειδητοποιήσει η Εκκλησία ότι πρέπει οικονομικά να σταθεί στα πόδια της. Από την άλλη, το κράτος να καταλάβει ότι η Εκκλησία είναι η κιβωτός της παράδοσής μας, είναι αυτή που έχει ποτίσει  με τη ζωή, το ήθος και τον πολιτισμό της την ψυχή του ελληνικού λαού, είναι η συνεκτική δύναμη του ελληνισμού και πως χωρίς αυτήν οι ποικίλες σέχτες και άλλες ομάδες και παραφυάδες θα λειτουργήσουν διαλυτικά για τον κοινωνικό ιστό και για ό, τι υπήρξε και είναι ο ελληνισμός. Η Ορθοδοξία δεν είναι φεουδαρχική Δύση, για να αντιμετωπίζεται από κάποιους με τα ίδια κριτήρια.

Δεν αναφέρθηκα στο μεγάλο, το τεράστιο κοινωνικό έργο της Εκκλησίας, γιατί είναι γνωστό. Εκείνο με το οποίο θέλω να κλείσω είναι ότι η δύναμη της Εκκλησίας φανερώνεται, όταν αυτή διώκεται ή περνά δυσκολίες. Η Εκκλησία των πιστών ιερέων και των πιστών ορθοδόξων όχι μόνο δεν φοβάται αλλά και αντρειεύεται όταν πονά. Γράφει ο Φώτης Κόντογλου: «Ο πόνος κατεργάζεται τους λαούς και τους καθαρίζει, όπως καθαρίζει το χρυσάφι με φωτιά στο χωνευτήρι». Η Εκκλησία νικά, όταν διώκεται, η δύναμή της είναι η φαινομενική αδυναμία της, κατά τη ρήση του Παύλου: «Η δύναμίς μου ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται»(Β΄ Κορ. 12,9). Τελειώνω με τα λόγια του μεγάλου Κρητικού Πατριάρχη Κύριλλου Λούκαρη: «Ημείς οι ορθόδοξοι χριστιανοί, αν δεν έχομεν σοφίαν εξωτέραν (εξωτερικήν, του κόσμου τούτου), έχομεν, χάριτι Θεού, σοφίαν εσωτέραν και πνευματικήν, η οποία στολίζει την ορθόδοξον πίστιν μας, και εις τούτο πάντοτε είμεσθεν ανώτεροι από τους λατίνους εις τους κόπους, εις τας σκληραγωγίας και εις το να σηκώνομεν τον σταυρόν μας και να χύνωμεν το αίμα μας δια την πίστιν και την αγάπην την προς τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν. Αν είχε βασιλεύσει ο Τούρκος εις την Φραγκίαν δέκα χρόνους, χριστιανούς εκεί δεν εύρισκες. Και εις την Ελλάδα, τώρα τριακοσίους χρόνους ευρίσκεται, και κακοπαθούν οι άνθρωποι και βασανίζονται δια να στέκουν εις την πίστιν των, και λάμπει η πίστις του Χριστού και το μυστήριον της ευσεβείας, και εσείς μου λέγετε ότι δεν έχομεν σοφίαν; Την σοφίαν σου δεν θέλω, ομπρός εις τον σταυρόν του Χριστού!»

(Αναδημοσιεύεται από την εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ Ηρακλείου)

Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης